Άκουα το δάκρυ να ψηλαφεί μ’ αγωνία τους τοίχους, το πάτωμα, τη στέγη.
Άνοιξα μια τρύπα στον ουρανό να διαρρήξει χρώματα και ήχους λύπης.
Ήσουν εκεί, έτοιμη ν’ ανασάνεις τον λιγοστό αέρα της κίνησης μου και με κείνον στα στήθη ν’ ανέβεις ψηλά ν’ ακουμπήσεις με τα χέρια τον ουρανό κι απ’ τ’ άνοιγμα του ψηλότερα ακόμα να φθάσεις.
Κ’ ήσουν τάχα δυνατή ή ετοιμόρροπη;
Είχες τάχα το δάκρυ εκείνο φυλαγμένο στην ψυχή να σ’ οδηγεί στις αποδράσεις;
Μόνο που εγώ, σ’ ένιωθα να περνάς λιγοστεμένη απ’ τα ελάχιστα της ζωής κι οργισμένη από τα δύσκολα .
Είχες εκείνο τον ήλιο καρφιτσωμένο στα μαλλιά κι ένα μικρό σα σμαράγδι χαμόγελο να μουσκεύει απ’ τα δάκρυα.
Έκανα να μιλήσω, να ρωτήσω τ’ όνομά σου.
Το κατάλαβες.
«Θαλπωρή», είπες, και «δάκρυ» κι ανέβηκες στο καράβι της νύχτας καθώς εκείνο βυθίζοντας στο σκοτάδι και χάθηκες…
posted by ήχος