Ελπίζω να είναι χαλαρωμένο το τζάμι.
Σπρώχνει, το παράθυρο υποχωρεί.
Ανεβαίνει στο πεζούλι. Σαλτάρει μέσα.
Προσγειώνεται δίπλα στο κρεβάτι.
Στέκεται στις άκρες των αθλητικών του και κλείνει τα τζάμια.
Κοιτάει τριγύρω. Η ματιά του καρφώνεται στο τραπέζι.
Στέκεται μπροστά του
Για να δω. Ωραία, έχει αρκετά κέρματα.
Βάζει την ανοιχτή δεξιά παλάμη του στην άκρη του τραπεζιού
και με την αριστερή σπρώχνει τα κέρματα στη φούχτα.
Τα χώνει στην τσέπη.
Πάμε τώρα να φύγουμε.
Πάει στην πόρτα του παλιού ψηλοτάβανου.
Την ανοίγει σιγά σιγά. Στον απέναντι δρόμο κανένας.
Με μεγάλα βήματα διασχίζει την αυλή και βγαίνει στον δρόμο.
Στο τέρμα του στρίβει αριστερά. Φτάνει στην πλατεία.
Στην άκρη της βρίσκονται τα ηλεκτρονικά.
Ανεβαίνει τα σκαλάκια, μπαίνει μέσα.
Ο υπεύθυνος του μαγαζιού του ρίχνει ένα βλέμμα
και γυρνάει πίσω στην τηλεόραση.
‘Καλώς το παιδί.’
Κουνάει το κεφάλι του, κάθεται και ρίχνει το πρώτο κέρμα.
Για κανένα δεκάλεπτο σκοτώνει εξωγήινους.
Άλλο ένα μισάωρο καταρρίπτει αεροπλάνα. Μετά πίσω στους εξωγήινους.
Βάζει το χέρι στην τσέπη. Τέλος τα κέρματα. Κατεβάζει το κεφάλι,
το στήθος του γεμίζει και απότομα αδειάζει.
Με αργά βήματα βγαίνει έξω από το μαγαζί. Κατεβαίνει τα σκαλιά.
Βάζει τα χέρια στις τσέπες και προχωράει.
Φτάνει σπίτι. Σπρώχνει την πλαϊνή πορτίτσα, βάζει το χέρι από μέσα
και τραβάει το χερούλι της πόρτας.
Ανοίγει, μπαίνει σπίτι, κλείνει την πόρτα και πάει στο δωμάτιό του.
Ανάβει το ραδιόφωνο, ξαπλώνει στο κρεβάτι
και κοιτώντας το ταβάνι βγάζει το άσπρο πουκάμισο.
Ανοίγει την ζώνη, κατεβάζει το γκρι παντελόνι, ανακάθεται,
λύνει τα μποτάκια, τα βγάζει, μετά τις κάλτσες και το παντελόνι.
Τα πετάει όλα στην καρέκλα απέναντι από το κρεβάτι του
και ξαπλώνει πάλι.
Το λεωφορείο σταματάει στην πλατεία. Κατεβαίνει. Το κεφάλι κάτω.
Βαριέμαι γαμώτο. Τι να κάνω;
Σηκώνει το κεφάλι. Με την άκρη του ματιού του κοιτάει τον υπεύθυνο
που ξεκλειδώνει το μαγαζί.
Λες να δοκιμάσω;
Προχωράει λίγο ακόμη.
Δεν γαμιέται.
Επιταχύνει. Φτάνει σπίτι. Κανένας. Πετάει στο δωμάτιο την τσάντα.
Ξεκλειδώνει την πίσω πόρτα.
Κατεβαίνει βιαστικά τα σκαλιά.
Τρέχοντας σχεδόν, φτάνει στο σπίτι του.
Από το δρόμο το γκαράζ φαίνεται άδειο.
Διασχίζει την αυλή, περνάει το γκαράζ και φτάνει στο παράθυρο.
Δοκιμάζει το τζάμι, ανοίγει. Πηδάει στο πεζούλι, σαλτάρει μέσα.
Πάει κατευθείαν στο τραπέζι.
Τίποτα; Όχι να πάρει. Κάπου αλλού θα έχει, αποκλείεται.
Κοιτάει τριγύρω.
Τα μάτια του σταματάν στην μεγάλη ξύλινη ντουλάπα.
Φτάνει μπροστά της, ανοίγει τα χοντρά φύλλα.
Βάζει το δεξί χέρι στην τσέπη του σακακιού στο βάθος.
Τίποτα. Προχωράει στο επόμενο. Τα ίδια.
Επόμενο.
Χαρτονόμισμα!
Το βγάζει, δύο λίρες.
Μόνο;Κάποιο από τα άλλα σίγουρα κάτι θα...
Θόρυβος κλειδιού. Γυρνάει απότομα.
Κάνει δύο βήματα στα αριστερά.
Ο άντρας γεμίζει την είσοδο.
Παγώνει.
Με δύο βήματα τον φτάνει.
Τον αρπάζει από το πουκάμισο.
‘Τι κάνεις εδώ ρε μπεζεβέγκη;’
‘Θείε…’
Το δεξί χέρι του άντρα σκάει επάνω στο μάγουλό του.
‘Μίλα ρε. Τι κάνεις εδώ;
‘Εγώ…’
Το χέρι ξανασκάει επάνω στο μάγουλό του.
Τα κουμπιά του πουκάμισου ξεριζώνονται.
Χάνει την ισορροπία του.
Το πίσω μέρος του κεφαλιού κτυπάει στην γωνιά της ντουλάπας.
posted by pan